η πικρία του κλαδιού που αντιλαμβάνεται πως το ρυάκι το παρασύρει για δικό του κι όχι απαραίτητα αμφότερο όφελος
όταν καταλαβαίνει πως το ρυάκι δεν ενδιαφέρεται για το που οδηγεί το κλαδί με την ορμή του
ακροπατούμε στο ίδιο μας το σπίτι
κρυμμένοι κάτω από ξεραμένα φύλλα
τα ιπτάμενα έντομα οι μεγαλύτεροι εχθροί
κι ο μυστήριος λάκκος πάνω αριστερά συνεχίζει να υπάρχει
όταν γυρνάς το κλειδί στην κλειδαριά
όταν καθόμαστε σε δυο μέτρα γη με τα βιβλία μας στα χέρια
όταν το βλέμμα σου βολτάρει ανακριτικά επάνω μου
και πάει λέγοντας.
ωστόσο, η συνέχεια της κούρσας δίνει μια νότα αισιοδοξίας 
κι όσο δεν φτάνουμε έχουμε ακόμα οπότε τι αγχωνόμαστε; 
στο συγκεκριμένο σημείο οι κενές σελίδες θροίζουν μανιασμένες
ενός λευκώματος κακογραμμένου, ανυπόφορα απογοητευτικού.
η χαμένη στρογγυλάδα των αριθμών βαρένει το άθροισμα
το τρομακτικά πολύ  χρησιμοποιημένο μαξιλάρι επίσης
αυτό το δόντι που όσο πάει και στραβώνει ή δεν αλλάζει
και πού και πού το ξεχνάω ή το θυμάμαι 
και οι μνήμες χωρίς ημερομηνία δημιουργίας ή λήξης
χαμένες κι αυτές στις καμπύλες του χρόνου

ΑΝΝΑ

ας της πει κάποιος πως την ψάχνω
με έναν τρόπο περίεργο και πρόχειρο
ρομαντικό
με έναν τρόπο που με κουνάει απ τη θέση μου
σαν παγιδευμένο τρωκτικό




να φτάσω τη μέση της και τα μαλλιά της


να μάθω επιτέλους όσα έχασα από τα μυστικά της